ἀειφύλλου

ἀειφύλλου
ἀείφυλλος
not deciduous
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αβοκάντο — Καρπός του δέντρου του γνωστού με την επιστημονική ονομασία περσέα η αμερικανική ή περσέα η ηδύκαρπος. * * * το (Boταν.) κοινή ονομασία αείφυλλου δέντρου, γνωστού και με το όνομα βουτυρόδεντρο (βοτανική ονομασία: Persea americana τού γένους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”